Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαβγίζω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

και γαβλίζω (Μ γαβγίζω)
1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου)
νεοελλ.
1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» — γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του
β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» — αυτός που φωνάζει ή είναι ευέξαπτος δεν είναι επικίνδυνος
2. φλυαρώ
3. φωνάζω, μιλάω πολύ δυνατά.