Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιγλίζω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

βιγλίζω) βίγλα
1. είμαι σκοπός, φρουρώ
2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ
3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ
4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω
νεοελλ.
1. εποπτεύω, επιθεωρώ
2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια
3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω.