ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.