βαλλιστικός
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό
2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική
3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η
η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων
4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» — όπλα των οποίων η πτήση προσδιορίζεται από τους κανόνες της βλητικής
β) «βαλλιστικό εκκρεμές» — συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας με την οποία προσκρούουν τα βλήματα
γ) «βαλλιστικό βλήμα» — κατευθυνόμενο βλήμα το οποίο, μετά τον τερματισμό της προωθητικής του δύναμης, από την εξάντληση των προωθητικών του στοιχείων μεταβάλλεται σε βλήμα ελεύθερης πτήσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].