ἀμφίμαλλος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίμαλλος Medium diacritics: ἀμφίμαλλος Low diacritics: αμφίμαλλος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: amphímallos Transliteration B: amphimallos Transliteration C: amfimallos Beta Code: a)mfi/mallos

English (LSJ)

ον,

   A woolly on both sides, Pherecr. 1 D., Ael.VH3.40, Poll.7.57.

German (Pape)

[Seite 141] auf beiden Seiten zottig, wollig, χιτῶνες Ael. V. H. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίμαλλος: -ον, ἀμφοτέρωθεν μαλλωτός, Αἰλ. Π. Ἱ. 3. 40, Πολυδ. 7. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laineux des deux côtés, qui enveloppe de laine.
Étymologie: ἀμφί, μαλλός.

Spanish (DGE)

-ον
con pelo por ambas caras Pherecr.14A (cj.), χιτῶνες Ael.VH 3.40, cf. Poll.7.57, τάπητες op. ἑτερόμαλλος Str.5.1.12
neutr. subst. τὸ ἀμφίμαλλον manto de lana peludo por ambas caras Varro LL 5.167.

Greek Monolingual

ἀμφίμαλλος, -ον (Α)
(κυρίως για τάπητες και χιτώνες) ο μαλλωτός, ο δασύς κι από τις δύο όψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μαλλός «μαλλί»].