αντιβάλλω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιβάλλω)
1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή
2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα
3. αναφέρω, μνημονεύω
νεοελλ.
τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω
αρχ.-μσν.
συνομιλώ, επικοινωνώ με κάποιον
αρχ.
συγκρίνω κάποιον με κάποιον άλλο.