αναβοώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(-άω) (Α ἀναβοῶ)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
αρχ.
1. αφήνω κραυγή εκπλήξεως, θλίψης ή πόνου
2. θρηνώ κραυγάζοντας
3. καλώ σε βοήθεια, επικαλούμαι
4. επαινώ, εκθειάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + βοῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναβόαμα
αρχ.-μσν.
ἀναβόησις].