ἀπηλεγής

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

German (Pape)

[Seite 290] ές, rücksichtslos, Sp.; advb. ἀπηλεγέως Hom. zweimal, Iliad. 9, 309 Od. 1, 373 μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν (ἀποείπω), grade heraus; μῦθον ἀ. ἀγόρευεν h. Hom. Merc. 362; ὡς φάτο Ap. Rh. 2, 25; νίσσομαι 1, 785; τύπτειν Qu. Sm. 1, 226. Ebenso ἀπηλεγές, Opp. Cyn. 2, 510; Nic. Ther. 495, neben διαμπερές, d. i. genau, Schol. ἀκριβῶς καὶ συντόμως.

Spanish (DGE)

-ές
1 cruel, despiadado θάνατος Gr.Naz.M.37.1379A
brusco, violento Sud.
neutr. como adv. directamente διείσομαι ... πάντα διαμπερέως καὶ ἀ. Nic.Th.495, ἀντιλέγουσιν ἀ. Opp.C.2.510.
2 adv. -έως sin miramientos, sin contemplaciones μῦθον ἀ. ἀποειπεῖν Il.9.309, Od.1.373, h.Merc.362, νίσσετ' ἀ. A.R.1.785, μίμνον ἀ. A.R.4.689, ἵν' Ἡρακλῆος ἀ. πεπύθοιτο A.R.4.1469.

Greek Monolingual

ἀπηλεγής, -ές (Α)
βλοσυρός, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηλεγής < αλέγω «φροντίζω»].