απειλή

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀπειλή)
εκφοβισμός, φοβέρα
μσν.- νεοελλ.
επικείμενος κίνδυνος
νεοελλ.
αδίκημα που στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας, όταν κάποιος απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἀπειλαί
α) πομπώδεις υποσχέσεις
β) κομπασμοί.