αμφιγονία

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

η (Βιολ.)
ένας από τους δύο τρόπους αναπαραγωγής τών οργανισμών κατά τον οποίο, σε αντίθεση προς τη μονογονία, απαιτείται η παρουσία δύο ειδικών ατόμων ή κυττάρων αυτά συνήθως παρουσιάζουν μεταξύ τους μορφολογικές διαφορές και λέγονται γαμέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφι- + -γονία < γόνος, πρβλ. αγγλ. amphigony].