αθιβάλλω
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω
2. συνομιλώ, συζητώ
3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ
4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω του αμέσως ακολουθούντος, επίσης χειλικού, συνεχόμενου συμφώνου β < αμφιβάλλω].