αθιβάλλω

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω
2. συνομιλώ, συζητώ
3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ
4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω του αμέσως ακολουθούντος, επίσης χειλικού, συνεχόμενου συμφώνου β < αμφιβάλλω].