δενδροκολάπτης

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκολάπτης Medium diacritics: δενδροκολάπτης Low diacritics: δενδροκολάπτης Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΛΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dendrokoláptēs Transliteration B: dendrokolaptēs Transliteration C: dendrokolaptis Beta Code: dendrokola/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A woodpecker, Gloss.

German (Pape)

[Seite 546] ὁ, Baumhacker, Specht.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ orn. picatroncos, pájaro carpintero tb. llamado δρυοκολάπτης y δενδροκόλαφος qq.u. Cyran.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus, Gloss.2.150.

Greek Monolingual

ο (AM δενδροκολάπτης)
νεοελλ.
μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής
αρχ.-μσν.
εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κολάπτω «κτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος» (πρβλ. δρυοκολάπτης)].