δενδροκολάπτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A woodpecker, Gloss.
German (Pape)
[Seite 546] ὁ, Baumhacker, Specht.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. picatroncos, pájaro carpintero tb. llamado δρυοκολάπτης y δενδροκόλαφος qq.u. Cyran.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus, Gloss.2.150.
Greek Monolingual
ο (AM δενδροκολάπτης)
νεοελλ.
μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής
αρχ.-μσν.
εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κολάπτω «κτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος» (πρβλ. δρυοκολάπτης)].