δειπνοποιία
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
preparación de la cena, cena D.S.17.37, Gr.Naz.M.37.919A.
Greek Monolingual
δειπνοποιΐα, η (Α) δειπνοποιώ
η ετοιμασία του βραδινού φαγητού.