δειπνοποιία

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
preparación de la cena, cena D.S.17.37, Gr.Naz.M.37.919A.

Greek Monolingual

δειπνοποιΐα, η (Α) δειπνοποιώ
η ετοιμασία του βραδινού φαγητού.