γήρυς
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
Greek Monolingual
γῆρυς και γᾱρυς (-υος), η (Α)
1. φωνή, λαλιά, λόγος
2. φωνή που εκφράζει πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, με βασική σημασία «φωνή» (από ινδοευρ. ρίζα ğar - «φωνάζω, κραυγάζω») απ' όπου μετά η σημασία «λαλιά, λόγος». Συσχετίζεται επίσης με τη γλώσσα του Ησύχ. «γαρριώμεθα
λοιδορούμεθα» και το λατ. garrio «φλυαρώ», ηχομιμητικές λέξεις με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].