Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
-ή, -ό
1. (για έδαφος) αμμώδης
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό
το αμμοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. του πληθ. (άμουδες) της λ. άμμος με κατάλ. -ερός].