διαδήλωση
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
η
1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων
2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός
3. πανηγυρική υποδοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη].