διπλώνω
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
(AM διπλῶ, -όω) διπλούς
1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη
2. διπλασιάζω
νεοελλ.
1. τυλίγω, περιτυλίγω
2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω
αρχ.
1. επαναλαμβάνω μια πράξη
2. πολλαπλασιάζω επί δύο
3. πληρώνω τα διπλά.