διακάτοχος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακάτοχος Medium diacritics: διακάτοχος Low diacritics: διακάτοχος Capitals: ΔΙΑΚΑΤΟΧΟΣ
Transliteration A: diakátochos Transliteration B: diakatochos Transliteration C: diakatochos Beta Code: diaka/toxos

English (LSJ)

ον,

   A holding, possessing, Gloss., = Lat. bonorum possessor, PSI3.183 (v A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 581] ὸ, der Besitzer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακάτοχος: -ον, ὁ κατέχων, ὁ ἔχων ὡς κτῆμα, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. poseedor, propietario trad. de lat. (bonorum) possessor ref. a la pers. designada como heredero en ausencia de testamento y de parientes cercanos οὐκ ἐγώ, οὐ κληρονόμοι μου, οὐ διάδοχοι, οὐ διακάτοχοι PMich.Gagos 43 (VI d.C.), cf. PSI 183.12, POxy.2270.10, Stud.Pal.1.p.7.2.21 (todos V d.C.), PMonac.1.38 (VI d.C.), PBodl.45.30, Tav.Lign.Cer.2.8 (ambos VII d.C.), Cod.Theod.10.16.1.

Greek Monolingual

ο (AM διακάτοχος) διακατέχω
αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα
αρχ.-μσν.
ο κληρονόμος.