δίσεκτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 642] ἡ, u. τὸ δίσεκτον, der 24. Februar, bis sextus (or. Kal. Mart.), der im Schaltjahre doppelt gezählt wird, Sp.
Greek Monolingual
και δίσεχτος, -η, -ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, -ον)
1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες του Μαρτίου
2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + έκτος].