δίσεκτος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

German (Pape)

[Seite 642] ἡ, u. τὸ δίσεκτον, der 24. Februar, bis sextus (or. Kal. Mart.), der im Schaltjahre doppelt gezählt wird, Sp.

Greek Monolingual

και δίσεχτος, -η, -ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, -ον)
1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες του Μαρτίου
2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + έκτος].