διερμηνέας

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή διάθεση κάποιου με ακρίβειαδιερμηνέας της κοινής γνώμης»)
2. αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο ένας στη γλώσσα του άλλου
3. γεν. μεσάζοντας, μεσολαβητής
4. «μέγας διερμηνέας» υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpreter. Η λ. διερμηνεύς μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Μουρούζη].