ἐγκέλλω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
aor. 1 ἐνέκελσα,
A fit into, as a socket, Hp.Fract.30.
German (Pape)
[Seite 707] sich darin, darauf bewegen, darauf stoßen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλλω: ἐνερείδω, ἐνστηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», Ἱππ. π. Ἀγμ. 771.
Spanish (DGE)
clavarse ἐπιμελόμενος ὅπως τὰ ἄκρα τῶν ῥάβδων ... ἐς τὰ ἄκρα τῶν σφαιρέων ἐγκέλσῃ Hp.Fract.30, ἐγκέλλῃ· ἐνερείσῃ Hp. en Gal.19.94, cf. 18(2).580.