εκπαίδευση
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
η
1. η συστηματική παροχή γνώσεων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η διάπλαση του χαρακτήρα τών παιδιών, τών νέων, τών μαθητευομένων
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, η απόκτηση γνώσεων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η διάπλαση του χαρακτήρα
3. το στάδιο, η βαθμίδα εκπαίδευσης («πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δευτεροβάθμια μέση, ανώτερη, ανώτατη»)
4. το είδος της εκπαίδευσης («επαγγελματική εκπαίδευση, στρατιωτική, εκκλησιαστική, ιατρική κ.λπ.»).