εκκλησιαστικός

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκκλησιαστικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία του Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικά
οι υποθέσεις της Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με αυτήν
3. το αρσ. ως ουσ. ἐκκλησιαστικός
ιερωμένος, κληρικός
μσν.- νεοελλ.
θεοφοβούμενος
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη συνέλευση του δήμου
II. επίρρ. εκκλησιαστικώς (AM ἐκκλησιαστικῶς)
σύμφωνα με τους κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας.