ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
ἐγκαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι
2. κοιμάμαι
3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα.