ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
η, Ν
1. κόρη ψαρά
2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. του ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + -πούλα)].