ὠκύπλοος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον,
A quick-sailing, Hsch. s.v. ὁ ὠκύκλοος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ-πλοος].