εξέρπω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Greek Monolingual

ἐξέρπω (Α) έρπω
1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῡ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)
2. πηγαίνω έξω
3. προχωρώ μπροστά
4. απέρχομαι
5. παράγω, γεννώ.