Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
ἐξέρπω (Α) έρπω
1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)
2. πηγαίνω έξω
3. προχωρώ μπροστά
4. απέρχομαι
5. παράγω, γεννώ.