εξεικονίζω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξεικονίζω) εικονίζω
απεικονίζω, αναπαριστάνω ακριβώς με απεικόνιση
μσν.- νεοελλ.
1. αναπαριστώ κάτι με ζωηρότητα και ακρίβεια σαν να το ζωγραφίζω
μσν.
φαντάζομαι, φέρνω στη φαντασία μου
αρχ.
1. ενεργώ ως όμοιος με κάποιον
2. παθ. παίρνω μορφή από άμορφη κατάσταση.