έντιμος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντιμος, -ον)
Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν
νεοελλ.
1. ευσυνείδητος, αυτός που έχει προσωπική τιμή και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («έντιμος πολίτης», «έντιμος δικαστικός»)
2. εκείνος που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής («έντιμη συμπεριφορά»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο έντιμος
κολεόπτερο έντομο χαλκοπράσινου χρώματος
αρχ.-μσν.
πολύτιμος
αρχ.
1. επαινετικός, τιμητικόςλόγος ἐντιμος λεγόμενος»)
2. αξιωματούχος
3. (για νόμισμα) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές.
επίρρ...
έντιμα και εντίμως (AM ἐντίμως)
με τιμή, με εντιμότητα
νεοελλ.
φρ. «σού το λέω εντίμως» — σε διαβεβαιώνω με τον λόγο της τιμής μου
αρχ.
φρ.
1. «ἐντίμως ἄγω τινά» — εκτιμώ κάποιον
2. «ἐντίμως ἔχω» — είμαι έντιμος, μέ τιμούν.