αγκώνω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source

Greek Monolingual

1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το
2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας
3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη
4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. άγκωμα].