επισταμένως

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπισταμένως)
επίρρ. νεοελλ. προσεκτικά, με γνώση και πείρα («να ερευνήσει επισταμένως»)
αρχ.-μσν.
με ικανότητα, με γνώση («λόγον ἐκκορυφώσω εὖ καὶ ἐπισταμένως», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. επιστάμενος του επίσταμαι].