επαφρόδιτος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
-η, -ο ἐπαφρόδιτος, -ον (Α) Αφροδίτη
1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ευνοήθηκε από την Αφροδίτη, γοητευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος, κομψός («οὕτως ἡδὺν οὐδ' ἐπαφρόδιτον ἄνθρωπον ἑωρακώς εἴη», Αισχίν.)
2. (για ενέργεια ή κατάσταση) φιλάνθρωπος, ευνοϊκός
3. (ως επίθ. του Σύλλα κατά μετφρ. του Felix)
ευνοημένος από την Αφροδίτη, ευτυχής («ἑαυτὸν Ἐπαφρόδιτον ἀνηγόρευε», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαφρόδιτον
η χάρη, η ομορφιά, η γοητεία.
επίρρ...
ἐπαφροδίτως
με χάρη, με γλυκύτητα, χαριτωμένα.