ἐπίξενος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐπιχθόνιος, Hsch. 2. stranger, POxy.480.11 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 966] als Fremder, als Gastfreund hinkommend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξενος: ὁ ἐπὶ ξένης ὤν, ξένος, Κλήμ. Ἀλ. 450.
Greek Monolingual
ἐπίξενος, ὁ (Α) ξένος
1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης
2. (γενικά) ξένος
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος».