επίλογος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

ο (AM ἐπίλογος)
1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου
2. συμπέρασμα
νεοελλ.
αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος της διαφωνίας ήταν ο φόνος»)
μσν.
μαγική επωδή, ξόρκι
αρχ.
1. το τέλος του δράματος, έξοδος
2. επεξηγηματική πρόταση που ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγος (< λέγω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα -λογ- του θ. λεγ-].