ἐπίλογος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλογος Medium diacritics: ἐπίλογος Low diacritics: επίλογος Capitals: ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Transliteration A: epílogos Transliteration B: epilogos Transliteration C: epilogos Beta Code: e)pi/logos

English (LSJ)

ὁ,
A reasoning, inference, only Ion., Hdt.1.27; τῆς γνώμης ποιέεσθαι ἐπίλογον give a reason for their opinion, Hp.Nat.Hom.1.
II. peroration of a speech, Arist.Rh.1414b12, Chrysipp.Stoic.2.96, Phld.Rh.1.202 S., Longin.12.5, etc.
2. the concluding portion of a play, = ἔκθεσις,Sch. Ar.Ra.1548: metaph., ἐ. τῆς κοσμοποιίας Ph.1.237.
3. subjoined or explanatory sentence, Arist.Rh.1394b8, cf.a11.—In E.El.719 (lyr.), ἐπίλογοι is corrupt.

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, 1) die Berechnung, Überlegung, ion. = ἐπιλογισμός, Hippocr.; Her. 1, 27. – 2) der Schluß der Rede, die Schlußrede, Gegensatz von πρόλογος, Arist. rhetor. 3, 13; D. Hal. rhet. 10, 19 u. andere Rhett.; der Schluß des Drama's, Schol. Ar. Ran. 1548; auch der zur Erklärung hinzugefügte Nach satz, Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 conclusion;
2 épilogue ou péroraison d'un discours;
3 proposition qu'on ajoute pour expliquer qch.
Étymologie: ἐπιλέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἐπίλογος:
1 заключение, вывод (ἡσθῆναι τῷ ἐπιλόγῳ τινός Her.);
2 рит. заключительная часть речи, эпилог Arst.;
3 рит. пояснительное добавление, пояснение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλογος: ὁ, (ἐπιλέγω) συμπέρασμα, κάρτα τε ἠσθῆναι Κροῖσον τῷ ἐπιλόγῳ Ἡρόδ. 1. 27· ἐπίλογον ποιεῖσθαι τῆς γνώμης Ἱππ. 224. 11 κἑξ. ΙΙ. ὁ ἐπίλογος, τὸ τέλος λόγου, ὡς καὶ νῦν, Λατ. epilogus, peroratio, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 3., 19, 1. 2) τὸ τέλος δράματος = ἔξοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόλογος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1548. 3) ὡσαύτως, ἐπακολουθοῦσα ἐπεξηγηματικὴ πρότασις, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 6, πρβλ. 20, 9· ― ἐν Εὐρ. Ἠλ. 719 τὸ ἐπίλογοι Θυέστου εἶναι ἐφθαρμένον. Ὁ W. Dindorf παραδέχεται τὴν διόρθωσιν τοῦ Seidler: ὡς ἐστὶ λόγος Θυέστου, ἀλλ’ ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ μᾶλλον, ὡς ἐστὶ λάχοςπάλος Θυέστου, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 779. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπίλογος)
1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου
2. συμπέρασμα
νεοελλ.
αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος της διαφωνίας ήταν ο φόνος»)
μσν.
μαγική επωδή, ξόρκι
αρχ.
1. το τέλος του δράματος, έξοδος
2. επεξηγηματική πρόταση που ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγος (< λέγω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα -λογ- του θ. λεγ-].

Greek Monotonic

ἐπίλογος: ὁ (ἐπιλέγω), συμπέρασμα, συναγωγή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπίλογος, ὁ, ἐπιλέγω
a conclusion, inference, Hdt.