έκφραση

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

η (AM ἔκφρασις)
νεοελλ.
1. εκδήλωση, εξωτερίκευση, διατύπωση διανοήματος με τον λόγο
2. (φιλοσ.) η εξωτερίκευση ενεργειών ή καταστάσεων με κινήσεις του σώματος, με σημεία, λέξεις, εικόνες, κ.λπ.
3. η απεικόνιση της ψυχικής καταστάσεως στο πρόσωποέκφραση ματιών»)
4. εμφάνιση, όψη, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κανείς, το ύφος
αρχ.-μσν.
περιγραφήἔκφρασις Ἁγ. Σοφίας»)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «λόγος εναργής»
β) «επιθυμία».