ενιαυσιαίος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ἐνιαυσιαῑος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.