είρος
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
εἶρος, το (Α)
1. έριο
2. γναφάλλιον
3. είδος πυρετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έριο].