έστωρ

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

(I)
ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].———————— (II)
ἕστωρ, (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].