εργοπόνος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

ἐργοπόνος, ὁ (AM)
1. αυτός που εκτελεί χειρωνακτική ή κοπιαστική εργασία (γεωργός, αλιεύς, κυνηγός)
2. (για τον Χριστό ως Υιό και Λόγο του Θεού) ο δημιουργός
αρχ.
ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. έργον + πόνος «κόπος»].