ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
εἰλίπους, -ουν (Α)
1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου)
2. ως ουσ. εἰλίποδες
βόδια
3. φρ. «γυναῑκες εἰλίποδες» — οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο κορμί του άντρα.