Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
η (Α ἀηδία)
1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά
2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια
νεοελλ.
ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα
αρχ.
1. δυσαρέσκεια
2. μισητή, οχληρή παρουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής.
ΠΑΡ. αηδιάζω].