αθώος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀθῷος, -ον, και -ῷος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος
2. ο ανεύθυνος για κάτι
νεοελλ.
αγαθός, αφελής, απονήρευτος
αρχ.
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος
2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν είναι άξιος τιμωρίας
3. αναίτιος, ανεύθυνος για κάτιἀθῷος εἰμὶ ἀπὸ τοῡ αἵματος τοῡ δικαίου τούτου»)
4. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, δεν ζημιώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθῷος < -θώ-ιος < - στερητ. + θωὴ «ποινή, τιμωρία» + κατάλ. -ιος αρχική σημ. του ἀθῷος είναι «ο μη άξιος ποινής, τιμωρίας», άρα «ο μη ένοχος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀθῳότης, (νεοελλ. αθωότητα), ἀθῳῶ, νεοελλ. αθωοσύνη].