αεριτζίδικος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αεριτζής
εκείνος που γίνεται από αεριτζή ή με τον τρόπο αεριτζή, εκείνος δηλαδή που γίνεται με «αέρα», με απάτη, ο εικονικός, ο ψεύτικος.