ευροκλύδων
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
εὐροκλύδων, -ωνος, ὁ (ΑΜ, Α και εὐρακύλων)
θυελλώδης βορειοανατολικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος, ο «νοτιοανατολικός άνεμος» + κλύδων. Για τον τ. ευρακύλων βλ. λ.].