έξωση

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

η (AM ἔξωσις) εξωθώ
βίαιη αποβολή ή εκδίωξη
μσν.- νεοελλ.
(για ηγεμόνες και αρχιερείς) εκθρόνιση
νεοελλ.
1. αποβολή του μισθωτή από ακίνητο με δικαστική απόφαση
2. απέλαση αλλοδαπών
αρχ.
(για μέλη του σώματος) εξάρθρωση.