Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
-η, -ο (Α ἄκακος, -ον)
1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος
2. απλοϊκός, αφελής, εύπιστος
3. αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κακός.
ΠΑΡ. ἀκακία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκακοποιός.