ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
ο (Α ἡμίχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. κράμα χαλκού και ψευδαργύρου, αλλ. τομβάκιο
αρχ.
επιγρ. μισός χρυσός, μισός στατήρας, αλλ. ήμιχρύσους.